Another Brick In The Wall (part II)
We don’t need no education
We don’t need no thought control
No dark sarcasm in the classroom
Teachers leave those kids alone
Hey! Teachers! Leave them kids alone!
All in all it’s just another brick in the wall.
All in all you’re just another brick in the wall.
We don’t need no education
We don’t need no thought control
No dark sarcasm in the classroom
Teachers leave them kids alone
Hey! Teachers! Leave those kids alone!
All in all it’s just another brick in the wall.
All in all you’re just another brick in the wall.
We don’t need no thought control
No dark sarcasm in the classroom
Teachers leave them kids alone
Hey! Teachers! Leave those kids alone!
All in all it’s just another brick in the wall.
All in all you’re just another brick in the wall.
αδιέξοδο
Το κλασικό ροκ τραγούδι «Another Brick In The Wall (part II)» αποτελεί το δεύτερο –και πιο δημοφιλές- μέρος μίας τριλογίας τραγουδιών με τον ίδιο τίτλο που περιλαμβάνεται στον ιστορικό δίσκο των Pink Floyd «The Wall», που κυκλοφόρησε το 1979.
Το «Wall» άντλησε την έμπνευσή του από την εξοντωτική, από κάθε άποψη, περιοδεία των Pink Floyd για το δίσκο «Animals». Στη διάρκεια εκείνης της περιοδείας, ο μπασίστας και τραγουδιστής του συγκροτήματος, Roger Waters, υπέκυψε στην κούραση που είχαν προκαλέσει ο ελάχιστος ύπνος, οι πολλοί σταθμοί και ο αμείωτος θαυμασμός του κόσμου. Μια βραδιά που οι Pink Floyd έδιναν συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο του Montreal στον Καναδά, καθώς έπαιζαν το δεύτερο μέρος του «Pigs On The Wing», διάφοροι θεατές πετάγανε πυροτεχνήματα. O Waters άρχισε να βρίζει και να δείχνει φανερά εκνευρισμένος. Στην ίδια συναυλία ένας οπαδός, που βρισκόταν στην πρώτη σειρά, φώναζε και ούρλιαζε συνέχεια. Όταν αυτός ο οπαδός προσπάθησε να ανέβει στη σκηνή, ο Waters του φώναξε: «Come here piggy, piggy, come» και όταν αυτός πλησίασε αρκετά, ο Waters τον έφτυσε στο πρόσωπο. Αργότερα ο Waters σκέφτηκε καλύτερα τόσο το συγκεκριμένο γεγονός όσο και σε ποιο σημείο τον είχε εκτοξεύσει η δημοτικότητα των Pink Floyd.
Η τεράστια επιτυχία που είχε γνωρίσει το «Dark Side Of The Moon» (1973) και το «Wish You Were Here» (1975) παγίδεψε τους Pink Floyd, οι οποίοι μετατράπηκαν άθελά τους σε ένα συγκρότημα αρένας. Εκεί που ήταν συνηθισμένοι να παίζουν μπροστά σε μερικές εκατοντάδες, τώρα πλέον οι συναυλίες τους προσέλκυαν πολλές χιλιάδες κόσμου. Η παλιά μαγεία μεταξύ του συγκροτήματος και του κοινού, που ήταν πλέον απρόσωπο, είχε χαθεί. Μοιραία οι περίπλοκοι αυτοσχεδιασμοί στους οποίους επιδίδονταν οι Pink Floyd στη σκηνή, βαθμιαία άρχισαν να δίνουν τη θέση τους στις μεγάλες επιτυχίες που ζητούσε το κοινό, η μεγάλη πλειοψηφία του οποίου δεν καταλάβαινε τι ήθελε να τους πει ο Roger Waters με τα τραγούδια του. Όσο το αστέρι των Pink Floyd μεγάλωνε, τόσο αυξάνονταν και οι οπαδοί που δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν βαθιά –και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν- τη τέχνη του συγκροτήματος.
Όπως δήλωσε πολύ αργότερα ο ίδιος, ο Waters είχε αρχίσει να φαντάζεται βόμβες να πέφτουν κατά τη διάρκεια της συναυλίας πάνω στους θεατές και αυτοί να είναι τόσο εκστασιασμένοι μέσα στην ηδονή της μουσικής, που να ουρλιάζουν από δέος και να ηδονίζονται με τον πόνο. Τέτοιες και πολλές ακόμη σκηνές φανταζότανε καθώς έπαιζε μπροστά σε ένα τόσο μεγάλο κοινό. Φυσικά και τα υπόλοιπα μέλη των Pink Floyd ένιωθαν παρόμοια αποξένωση με το κοινό τους, αλλά δεν τη βίωναν σε τόσο έντονο και διεστραμμένο βαθμό όσο ο Waters.
Ο Roger Waters βρέθηκε σε αδιέξοδο και τελικά βγήκε εκτός εαυτού. Έπρεπε, λοιπόν, να κάνει μία ενδοσκοπική «βουτιά» στον εαυτό του και, μέσω της αυτοκριτικής, να μπορέσει να ξαναγίνει αυτός που ήτανε κάποτε. Από τον Ιανουάριο του 1978 απομονώθηκε και μέσα από διεργασίες αυτοκριτικής, μίσους, αλλοτρίωσης και πολλές φορές αυτολύπησης με τάσεις αυτοκτονίας, συνειδητοποίησε ότι η συμπεριφορά του ήταν κακή και ότι όσο η καριέρα του έπαιρνε την ανηφόρα τόσο μεγάλωνε το εγώ του. Από εκείνη τη στιγμή, όπως έλεγε, γεννήθηκε η ιδέα να γράψει ένα άλμπουμ για την αλλοτρίωση ενός αστέρα της μουσικής βιομηχανίας. «Τότε διαπίστωσα ότι ανάμεσα σε εμάς και το κοινό μας υψώθηκε ένας τοίχος και αυτό οφείλεται στην αλαζονεία και την απληστία μας».
Έτσι, μέσα από τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και συγκλονισμένος από τις πράξεις του, έβγαλε αυτόν τον κύκλο οργισμένων τραγουδιών που αποτέλεσε το magnum opus του: το album «The Wall», το οποίο ήταν η προσωπική του εξομολόγηση για την αποξένωσή του από το κοινό. Παράλληλα, όμως, ήταν και μια σχεδόν αυτοβιογραφική διήγηση για τη σχέση του με τη μητέρα του, την παράνοια του εκπαιδευτικού συστήματος -μια κρεατομηχανή που μετατρέπει τα παιδιά σε άβουλα πλάσματα-, την προδοσία της πρώην γυναίκας του, αλλά και τη σύγκρουσή του με την αδηφάγο μουσική βιομηχανία.
σύνθεση
Πράγματι, η σύνθεση του «The Wall» αποτέλεσε αληθινή ψυχική δοκιμασία για τον Roger Waters, κάτι σαν προσωπική λύτρωση. Έτσι, όταν στα τέλη του 1978 εμφανίστηκε στο συγκρότημα με demos που γέμιζαν όχι ένα αλλά τρία albums, τα υπόλοιπα μέλη έμειναν έκπληκτα καθώς είχαν απομακρυνθεί από το συγκρότημα και την ομαδική δουλειά και δεν είχαν να προσφέρουν καθόλου καινούριο υλικό. Αυτό έκανε έξαλλο τον ιδιαίτερα ιδιότροπο Waters, ο οποίος δεν είχε καλές σχέσεις με τους υπόλοιπους. Δεν δίσταζε σε καμία περίπτωση να δείχνει ότι αυτός είναι ο αρχηγός, με αποτέλεσμα τα υπόλοιπα μέλη να αγανακτούν με τη συμπεριφορά του και να θέλουν να επιβάλλουν μια ισορροπία. Το ποτήρι όμως είχε ξεχειλίσει για τον Waters. Η ψυχροπολεμική κατάσταση που είχε αρχίσει να εμφανίζεται ανάμεσα στους Pink Floyd είχε φτάσει στην κορύφωσή της. Ο Waters έχοντας αγανακτήσει με το γεγονός ότι ο Wright μετά το «Wish You Were Here» προσέφερε ελάχιστα στο συγκρότημα δεν του άφησε δεύτερη επιλογή. Απαίτησε, λοιπόν, την αποχώρηση του Wright διαφορετικά δεν θα παρέδιδε τα demos και οι Pink Floyd θα έμεναν χωρίς υλικό για δίσκο.
Τελικά, μετά από έντονους διαπληκτισμούς, ο Wright συμφώνησε να φύγει από το συγκρότημα μετά την κυκλοφορία και την προώθηση του «The Wall». Ο Waters με τη σειρά του παρέδωσε τα demos στους υπόλοιπους αλλά ήταν προφανές ότι κάποια κομμάτια έπρεπε να κοπούν ή να διαγραφούν τελείως για να χωρέσουν έστω σε διπλό δίσκο. Γενικά, από μουσικής άποψης, η δουλειά του Waters δεν άρεσε πολύ στους υπόλοιπους. Ο Gilmour έκρινε πως μερικά κομμάτια έπρεπε να αλλαχθούν από λίγο έως ριζικά ενώ το ένα demo από τα τρία απορρίφθηκε και τελικά χρησιμοποιήθηκε αργότερα στον προσωπικό δίσκο του Roger Waters «The Pros And Cons Of Hitchhiking».
ηχογράφηση
Η ηχογράφηση στα studios άρχισε τον Απρίλιο του 1979. Η βασική δουλειά έγινε στα Superbear Studios, που βρίσκονταν σε ένα μικρό υψόμετρο στις Άλπεις, πάνω από τη Γαλλική Ριβιέρα. Επειδή, η πίεση χρόνου για να βγει το album ήταν μεγάλη χρησιμοποιήθηκε και ένα δεύτερο studio, του Jacques Loussier της Miravel, που βρισκόταν κοντά στην ακτή. Εκεί ο Waters έκανε τα φωνητικά, ενώ ο Gilmour ολοκλήρωνε τα μέρη της κιθάρας ψηλά στις Άλπεις. Με το studio το ένα στην κορυφή και το άλλο στην παραλία, ένας καλός τρόπος για να φύγει το stress της δουλειάς ήταν το ανεβοκατέβασμα του βουνού. Οι τεχνικοί μάλιστα προσπαθούσαν να σπάσει ο ένας το ρεκόρ του άλλου στο χρόνο ανεβοκατεβάσματος με το αυτοκίνητο! Από τις περιγραφές μερικών από αυτούς φαίνεται πως ήταν συγκλονιστική εμπειρία να τρέχεις σε στροφές στις Άλπεις.
Η μίξη έγινε στο Los Angeles και η επεξεργασία των ηχογραφήσεων συνεχίστηκε στα Brittany Rows Studio του Λονδίνου. Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, ο Waters επέβλεπε τα πάντα και δούλευε μέρα-νύχτα…
Το αρχικό demo του «Another Brick In The Wall», που είχε ετοιμάσει ο Waters, περιείχε τον ίδιο να τραγουδάει μόνο με τη συνοδεία μίας ακουστικής κιθάρας. Από κει και πέρα, οι ιδέες και οι συμβουλές του Καναδού παραγωγού Bob Ezrin αποδείχθηκαν καθοριστικής σημασίας για τη μορφή και την εξέλιξη που είχε το τραγούδι.
Bob Ezrin
Ο Bob Ezrin, όταν έκανε την παραγωγή του «The Wall» μαζί με τους Pink Floyd, ήταν 30 χρονών και ήδη γνωστός από τις δουλειές που είχε κάνει με τους Alice Cooper, Peter Gabriel, Kiss και Lou Reed. Ο Bob Ezrin, λοιπόν, πρότεινε στους Pink Floyd τον Michael Kamen ως μαέστρο και τον James Guthrie σαν βασικό μηχανικό ήχου. Επιπλέον, ο Ezrin ήταν ο άνθρωπος που είχε την ιδέα να χρησιμοποιήσει παιδική χορωδία στο «Another Brick In The Wall (Part II)». Μάλιστα ο ίδιος, όταν ήταν 23 χρονών, είχε ξαναχρησιμοποιήσει παιδική χορωδία στη γνωστή επιτυχία του Alice Cooper «School’s Out» (1972). Έτσι, όταν σκέφτηκε να κάνει το ίδιο και στο τραγούδι των Pink Floyd, ζήτησε από τον μηχανικό ήχου Nick Griffiths να ψάξει να βρει μία σχολική χορωδία. Ο Griffiths δεν χρειάστηκε να πάει πολύ μακριά καθώς στη διπλανή γωνία από τα Brittany Rows Studios υπήρχε ένα σχολείο. Το Islington Green School.
Εκείνη την εποχή το σχολείο βρισκόταν σε μία κατάσταση αλλαγής. Η διεύθυνση του σχολείου προσανατολιζόταν να προωθήσει έναν πιο προοδευτικό τρόπο διδασκαλίας, λιγότερο προσκολλημένο στους τύπους. Υπό αυτό το πρίσμα, διορίστηκε ως δάσκαλος μουσικής ο Alun Renshaw, ο άνθρωπος που ανέλαβε τη χορωδία του σχολείου και την καθοδήγησε κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του «Another Brick In The Wall»…
ο χαρισματικός καθηγητής
Ο Alun Renshaw δεν ήταν ένας συνηθισμένος καθηγητής. Τον είχε προτείνει στο Islington Green School ο μουσικός επιθεωρητής του Δήμου λέγοντας ότι πρόκειται για έναν χαρισματικό καθηγητή που κανένας δεν έπαιρνε το ρίσκο να τον προσλάβει. Όταν το σχολείο πήρε τελικά το ρίσκο, δεν ήξερε τι το περίμενε… Ο Renshaw δεν έμοιαζε με κανέναν από τους υπόλοιπους καθηγητές. Ήταν ένας ασυμβίβαστος τύπος που κάπνιζε μανιωδώς μέσα στην τάξη, έβριζε συνέχεια και φορούσε τα πιο στενά jean που μπορούσε να φορέσει άνθρωπος!
Συχνά τα μαθήματα ήταν παράξενα, τόσο παράξενα που μερικές φορές έβαζε τα παιδιά να χτυπάνε τους τοίχους και να ακούσουν τον ήχο που έβγαζαν. Ο ασυμβίβαστος κύριος Renshaw πάντα έψαχνε τρόπους για να διευρύνει τους μουσικούς ορίζοντες των μαθητών. Έτσι, όταν μία συνηθισμένη ημέρα εμφανίστηκε ο Nick Griffiths και μετέφερε την επιθυμία των Pink Floyd να «δανειστούν» τη χορωδία, ο Alun Renshaw άδραξε την ευκαιρία και πήρε τους μαθητές του στο στούντιο. Όταν όμως είδε τους στίχους για μια στιγμή σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να γυρίσει πίσω και να ενημερώσει τη διεύθυνση του σχολείου. Ήταν όμως πολύ αργά για να υποχωρήσει κι επιπλέον ήξερε ότι τέτοια ευκαιρία δεν θα του ξαναπαρουσιαζόταν. Έτσι αποφάσισε να συνεχίσει κανονικά τη διαδικασία…
Τη χορωδία αποτελούσαν 23 παιδιά ηλικίας μεταξύ 13 και 15 ετών αλλά στο τραγούδι ακούγονται σαν να είναι πολλά περισσότερα γιατί οι φωνές τους ηχογραφήθηκαν 12 φορές η μία πάνω στην άλλη. Οι Pink Floyd ζητήσανε από τα παιδιά να μην τραγουδήσουν σαν σχολική χορωδία, αλλά σαν να ήταν σε μια αυλή. Αφού τα παιδιά ολοκλήρωσαν το δικό τους μέρος, δεν τους επιτράπηκε να ακούσουν το υπόλοιπο τραγούδι κι έτσι έφυγαν απογοητευμένα που δεν μπόρεσαν να ακούσουν το σόλο του Gilmour. Επιπλέον, τα παιδιά δεν μπορούσαν να εμφανιστούν στο video του τραγουδιού επειδή δεν ήταν μέλη της Actor’s Equity Association (στο video εμφανίζονται μαθητές δραματικής σχολής οι οποίοι απλά μιμούνταν τις λέξεις).
Απογοητευμένοι, όμως, έμειναν και οι δάσκαλοι, οι οποίοι δεν χωνέψανε ποτέ το γεγονός ότι τα παιδιά τραγουδήσανε ένα τραγούδι-ύμνο στον αντικομφορμισμό και που καταφέρονταν κατά της εκπαίδευσης! Λέγεται μάλιστα ότι η διευθύντρια του σχολείου έγινε έξαλλη και απαγόρευσε στα παιδιά να εμφανιστούν οπουδήποτε.
οι αλλαγές του Ezrin
Ο Bob Ezrin εκτός από την ιδέα της χορωδίας είχε κι άλλη μια σημαντική ιδέα. Αυτήν του χαρακτηριστικού beat του τραγουδιού, που παραπέμπει περισσότερο στη disco παρά σε rock συγκρότημα. Αυτό ήταν απολύτως απροσδόκητο από τους Pink Floyd, οι οποίοι ειδικεύονταν στην ηχογράφηση τραγουδιών που προορίζονταν αποκλειστικά για ακρόαση. Φαίνεται, όμως, πως ενστερνίστηκαν την ιδέα του Bob Ezrin, ο οποίος εμπνεύστηκε αυτόν το ρυθμό όταν ήταν στη Νέα Υόρκη και άκουσε κάποια δουλειά που ετοίμαζε ο Nile Rodgers των Chic.
Όταν οι Pink Floyd ηχογράφησαν το «Another Brick In The Wall», το τραγούδι αρχικά περιείχε ένα κουπλέ κι ένα ρεφρέν και η διάρκειά του ήταν μόλις 1 λεπτό και 20 δευτερόλεπτα. Ο Bob Ezrin ήθελε το τραγούδι μεγαλύτερο αλλά το συγκρότημα αρνήθηκε να το επιμηκύνει. Όταν το συγκρότημα έφυγε από το στούντιο, ο Ezrin έβαλε για δεύτερο κουπλέ το μέρος της χορωδίας, πρόσθεσε τα drums, κοπιάρισε το ρεφρέν στο φινάλε κι έτσι μεγάλωσε και τη διάρκεια του τραγουδιού. Όταν την άλλη μέρα το έπαιξε στον Waters, εκείνος άλλαξε την αρχική του γνώμη και παραδέχτηκε ότι με τις αλλαγές του Ezrin το τραγούδι ήταν καλύτερο.
ο Pink
Για τις ανάγκες του δίσκου οι Pink Floyd δημιούργησαν ένα χαρακτήρα με το όνομα Pink, ο οποίος στην ουσία είναι ο Roger Waters. Η ιστορία του Pink μεταφέρθηκε στην ταινία «The Wall», όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον έχει ο γνωστός από τους Boomtown Rats τραγουδιστής Bob Geldof (κάποιοι πιστεύουν ότι πρέπει να είσαι μαστουρωμένος ή μεθυσμένος για να σου αρέσει αυτή η -ομολογουμένως ενδιαφέρουσα- ταινία αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…).
Στην ταινία, την οποία σκηνοθέτησε το 1982 ο Alan Parker (ο ίδιος που σκηνοθέτησε και το «Εξπρές του Μεσονυχτίου» και τον «Πυρετό της Δόξας»), ο Pink είναι ένας ροκ σταρ, ο οποίος βυθίζεται σταδιακά στην παράνοια. Η ζωή του Pink είναι στοιχειωμένη από διάφορα γεγονότα που συνέβησαν στο παρελθόν. Ο πατέρας του έφυγε για να πολεμήσει στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά δεν επέστρεψε ποτέ (στην πραγματικότητα ο πατέρας του Roger Waters, Eric Fletcher Waters, σκοτώθηκε το 1944 στη μάχη που έγινε στο Anzio της Ιταλίας όταν ο Roger ήταν μόλις 5 ετών). Απανωτά φλας μπακ διηγούνται την παιδική ηλικία του Pink, τη σχέση του με την υπερπροστατευτική μητέρα καθώς και τα σχολικά χρόνια κάτω από ένα βάναυσο εκπαιδευτικό σύστημα. Επιπλέον, ο Pink έχει προβλήματα με το συγκρότημά του και η γυναίκα του τον εγκαταλείπει.
Τα προβλήματα που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει ο Pink σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που απέκτησε και τις επιρροές που δέχθηκε στη ζωή του, τον έκαναν να χάσει σιγά-σιγά την επαφή με τον πραγματικό κόσμο και να ορθώσει ένα τείχος ανάμεσα σ’ αυτόν και τους υπόλοιπους. Κάθε γεγονός ξεχωριστά δεν είχε αρκετή επιρροή ώστε να αλλάξει τη ζωή του Pink, αλλά σε βάθος χρόνου όλα μαζί διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του και τη στάση του απέναντι στη ζωή. Το τείχος που χτίζεται μέσα του γίνεται ολοένα και πιο ψηλό και η τρέλα δεν θα αργήσει να τον συναντήσει. Ο Pink, μέσα στο παραλήρημά του, οραματίζεται το μέλλον του ως σκοτεινός δικτάτορας που σέρνει πίσω του εφιαλτικές στρατιές ναζί θαυμαστών.
αυτοβιογραφικό ταξίδι
Οπως είπαμε και παραπάνω, ο «Τοίχος» στους στίχους του Waters είναι μια μεταφορά για την τεράστια απομάκρυνση των Pink Floyd από το κοινό τους καθώς η δημοτικότητά τους αυξανόταν. Είναι μια δηκτική καταγγελία του πώς η ψυχολογία της μάζας καταστρέφει τη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών και, παράλληλα, είναι η ευφυής απεικόνιση ενός αυτοβιογραφικού, σχεδόν, ταξιδιού του ταραγμένου Waters που έσταζε από πάνω έως κάτω περιφρόνηση!
Αν και δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη νύξη, εντούτοις μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες ομοιότητες του τραγουδιού με το «Brave New World» που έγραψε το 1932 ο συγγραφέας Aldous Huxley. Στο έργο αυτό, ο Huxley αναφέρεται στην απανθρωποποίηση της κοινωνίας ως αποτέλεσμα της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου. Ο τρόπος της διδασκαλίας, όπως τον βιώνει ο Pink του τραγουδιού, είναι παρόμοιος με αυτόν που προέβλεπε ο Huxley, ο οποίος στο μυθιστόρημά του παρουσιάζει τα παιδιά να διδάσκονται κατά ένα μεγάλο μέρος μέσω της υπνοπαιδείας, δηλαδή μιας διαδικασίας επαναλαμβανόμενων βασικών μαθημάτων σε κάθε παιδί, την ώρα που αυτό κοιμάται. Αν και τα συγκεκριμένα μαθήματα εξαρτώνται από την κοινωνική θέση του παιδιού, υπάρχουν ορισμένες θεμελιώδεις «αρχές» οι οποίες διδάσκονται και που πρέπει να τηρηθούν απ’ όλους. Μπορεί το εκπαιδευτικό σύστημα στο οποίο επιτίθεται ο Waters να μην είναι τόσο παρασυνειδησιακό όσο το όραμα του Huxley, το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο: η παραγωγή κοινωνικών κλώνων.
Θα μπορούσαμε να πούμε επίσης, ότι το τραγούδι αποτελεί μια ισχυρή σάτιρα μιας ουτοπιστικής κοινωνίας. Εκτός από το προαναφερθέν βιβλίο του Aldous Huxley μπορούμε να βρούμε ομοιότητες και με το «1984» του George Orwell. Όπως το «The Wall» έτσι και το «1984» λειτουργεί σαν προειδοποίηση για τον κόσμο που ζούμε και για εκείνον που έρχεται αποτελώντας ένα είδος πολιτικού μανιφέστου κατά του ολοκληρωτισμού και μία ελεγεία για τη χαμένη ελευθερία.
Το τραγούδι «Another Brick On The Wall» το έγραψε ο Waters με βάση τις απόψεις του σχετικά με τη βασική εκπαίδευση. Το Part II συνεχίζει την αφηγηματική γραμμή και το θέμα που εισάγει το προηγούμενο τραγούδι του δίσκου, το «Happiest Days Of Our Lives». Ο «τοίχος» αναφέρεται στην απομόνωση και τον τοίχο που έχτισε ο Waters όταν κλείστηκε στον εαυτό του. Τα τούβλα ήταν τα γεγονότα που συνέβησαν στη ζωή του και που τον ώθησαν να χτίσει αυτόν τον τοίχο. Ένα από αυτά τα τούβλα ήταν και οι καθηγητές του.
Ο Waters μισούσε τους καθηγητές που είχε στο Γυμνάσιο γιατί ένιωθε ότι ενδιαφέρονταν περισσότερο να κρατήσουν τα παιδιά ήσυχα και πειθαρχημένα παρά να τα διδάξουν ή να τα εμπνεύσουν. Κατά πάσα πιθανότητα η περιφρόνηση που δέχθηκε από τους δασκάλους του να είναι η αιτία που τους κατηγορεί για πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπισε αργότερα στη ζωή του. Φαίνεται, όμως, πως δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα από τη δεκαετία του 1950, και τον καιρό που ο Waters πήγαινε σχολείο, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 που ηχογραφήθηκε το τραγούδι. Κατόπιν τούτου, ο αντιεκπαιδευτικός λίβελος του Waters παραμένει πάντα επίκαιρος…
«We don’t need no education»
Για τους στίχους του «Another Brick In The Wall (Part II)» έχουν ακουστεί διάφορες απόψεις. Ο στίχος-σύνθημα «We don’t need no education» γραμματικά είναι λάθος καθώς περιέχει διπλή άρνηση γεγονός που από πολλούς ερμηνεύεται ως κατάφαση, δηλαδή «we need education». Εντούτοις, η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να είναι σωστή γιατί αν την αποδεχτούμε τότε θα πρέπει αντίστοιχα και ο επόμενος στίχος «We don’t needno thought control» να ερμηνεύεται ως «we needthought control».
Αντίθετα με τις εξτρεμιστικές απόψεις που θέλουν το τραγούδι να τίθεται υπέρ μιας γενικής εκπαιδευτικής αναρχίας, το «Another Brick In The Wall» δεν εναντιώνεται γενικά στην εκπαίδευση και στα σχολεία αλλά είναι ενάντια στις άκαμπτες εκπαιδευτικές μεθόδους (και ιδιαίτερα εκείνων που εφαρμόζονταν στα οικοτροφεία) και στη σκληρή συμπεριφορά που επιδεικνύουν ορισμένοι δάσκαλοι που καταρρακώνουν την προσωπικότητα των μαθητών και οι οποίοι χρησιμοποιούν τον έλεγχο της σκέψης («thought control») και τον σκοτεινό σαρκασμό («dark sarcasm») για να μετατρέψουν τους μαθητές σε κηφήνες και χαμάληδες της κοινωνίας. Το «Another Brick In The Wall» προσπαθεί να ενθαρρύνει τόσο τους μαθητές εκείνους, που οι δάσκαλοί τους κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να τους μειώσουν και να τους εξευτελίσουν, όσο και αυτούς που είχαν ζήσει παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν.
Από αυτή την άποψη, το «Another Brick In The Wall» δεν είναι τόσο ένα τραγούδι για την επανάσταση όσο ένας ύμνος διαμαρτυρίας κατά της καταστολής της προσωπικότητας και μία άσκηση κριτικής στο εκπαιδευτικό σύστημα και στους δασκάλους που γελοιοποιούν ένα επινοητικό παιδί επειδή γράφει ποιήματα, όπως στην περίπτωση του Pink.
Η εκπαίδευση, όπως περιγράφεται στο «Another Brick In The Wall», φαίνεται να είναι στην πραγματικότητα ένας τρόπος με τον οποίο ορισμένες έννοιες αποτυπώνονται μεθοδικά στα μυαλά των μαθητών. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο η συμπεριφορά κάποιων δασκάλων, αλλά είναι και ο τρόπος διδασκαλίας που πολλές φορές παίρνει μορφή πολιτικής κατήχησης ιδεών. Το αποτέλεσμα αυτής της μεθόδου είναι η απώλεια της προσωπικότητας και η μετατροπή των παιδιών σε απαράλλαχτα κύτταρα του κοινωνικού σώματος. Ίσως γι’ αυτό το λόγο ο πιο σημαντικός στίχος του τραγουδιού δεν είναι ο στίχος «We don’t need no education», αλλά ο στίχος «We don’t need no thoughtcontrol».
Αυτό γίνεται περισσότερο σαφές αν αναλογιστούμε ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε την περίοδο που ακόμα διαρκούσε ο «Ψυχρός Πόλεμος». Τότε τα παιδιά μάθαιναν στην ουσία να μισούν οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία εκτός από την επίσημη του κράτους, και δεν επιτρεπόταν να εκφράσουν την άποψή τους σε κυβερνητικά και οικονομικά θέματα. Σ’ αυτού του είδους την εκπαίδευση επιτίθεται το «Another Brick In The Wall», το οποίο γίνεται ο ύμνος της νεανικής ανησυχίας ως απάντηση στη σκληρή μεταχείριση των κυνικών δασκάλων.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλές από τις σκηνές της ταινίας απεικονίζουν σφυριά ή φιγούρες που μοιάζουν με σφυριά (ακόμα και οι καθηγητές). Η χρησιμοποίηση αυτού του διχοτομικού συμβόλου, που έχει δημιουργικές αλλά και καταστρεπτικές ιδιότητες, γίνεται για να απεικονιστεί ταυτόχρονα η ευεργεσία και η καταπίεση. Το ίδιο σφυρί που κατασκευάζει ένα σπίτι έχει και τη δύναμη να το κατεδαφίσει. Κατά τον ίδιο τρόπο, μεταφορικά, η εκπαίδευση δημιουργεί τα ιδανικά μέλη της κοινωνίας καταστρέφοντας την προσωπικότητα κάθε παιδιού. Και οι δύο αυτές ιδιότητες του συμβολικού σφυριού εξερευνώνται με περισσότερες λεπτομέρειες αργότερα, τόσο στην ταινία όσο και στο δίσκο, καθώς ο Pink ολισθαίνει όλο και περισσότερο στην παράνοιά του.
Στην ιστορία του τραγουδιού, όπως την παρακολουθούμε στην ταινία, ο Pink, αφού τον πρόσβαλε ένας δάσκαλος, αρχίζει να φαντάζεται ότι διάφοροι σπουδαστές περπατούν παραταγμένοι στο ρυθμό του τραγουδιού και περνούν από μία μηχανή που τους παραλλάσσει τα πρόσωπα και τους μετατρέπει σε κλώνους στερώντας τους από κάθε διακριτικό του προσώπου.
Στη συνέχεια, τα παιδιά οδηγούνται σε μία μεγάλου μεγέθους κρεατομηχανή που τα μετατρέπει σε κιμά. Μετά το χορωδιακό μέρος και το δεύτερο ρεφρέν, ξεκινάει το σόλο του David Gilmour, ένα από τα πιο διάσημα σόλο ηλεκτρικής κιθάρας στην ιστορία της ροκ μουσικής. Κατά τη διάρκεια του σόλο, τα παιδιά εξεγείρονται ενάντια στους δεσποτικούς δασκάλους καταστρέφοντας το σχολείο και ανάβοντας φωτιά. Κατόπιν σέρνουν τους δασκάλους τους έξω από το φλεγόμενο σχολείο, με κλωτσιές και με κραυγές.
Το σόλο του Gilmour οδηγεί το τραγούδι στο φινάλε και βλέπουμε τον Pink να τρίβει το χέρι του (το οποίο είχε χτυπήσει με χάρακα ο δάσκαλος στο προηγούμενο τραγούδι).
Προς το τέλος του τραγουδιού, και καθώς χάνεται σιγά-σιγά ο ήχος της κιθάρας, ακούγονται φωνές από κάποια σχολική αυλή και ένας δάσκαλος, σαν δεσμοφύλακας, να φέρεται δεσποτικά στα παιδιά φωνάζοντας αυστηρά:
«Wrong, Do it again!
If you don’t eat your meat, you can’t have any pudding («Αν δεν φάτε το κρέας, δεν θα έχετεγλυκό»).
How can you have any pudding if you don’t eat your meat?
You! Yes, you behind the bikesheds, stand still laddy!» («Εσύ! Ναι, εσύ πίσω από το υπόστεγο, μείνε ακίνητος αγοράκι!»).
Στη συνέχεια, ακούγεται ένα τηλέφωνο να χτυπά και το τραγούδι τελειώνει με έναν βαθύ αναστεναγμό. Στην ταινία ο Pink, ενήλικας πια, τηλεφωνεί τη γυναίκα του στο σπίτι και ο εραστής της αρπάζει το τηλέφωνο και το κλείνει απότομα…
Μ’ αυτόν τον πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, οι Pink Floyd υπαινίσσονται την αποτυχία των θεμελιωδών κοινωνικών θεσμών, όπως το σχολείο και ο γάμος.
τα παιδιά
Η χορωδία αποδείχθηκε εξαιρετική ιδέα. Ο τρόπος που τα παιδιά τραγουδάνε τους στίχους και η χρήση της προσωπικής αντωνυμίας πληθυντικού αριθμού «we», ενισχύει την εικόνα για τα παιδιά-ρομπότ και την έλλειψη προσωπικότητας, σαν να αποδεικνύουν δηλαδή τις απόψεις του Roger Waters για την παιδεία.
Αυτό φαίνεται καλύτερα στην ταινία. Αν και τα παιδιά στο δεύτερο κουπλέ τραγουδούν τους στίχους της προσωπικής τους εξέγερσης, εντούτοις παρουσιάζονται να τραγουδάνε όλα μαζί καθισμένα σε απόλυτη συμμετρική διάταξη, σαν να συμμορφώνονται δηλαδή σε κάποιον κανόνα. Παρά τις επαναστατικές προθέσεις τους, λοιπόν, η απόλυτη ομοιογένεια δεν τους διαχωρίζει από τους σχολικούς κλώνους. Επιπλέον, όπως και με τη διττή φύση των σφυριών, αυτό που ξεκινάει ως παραγωγική επανάσταση (η επανάκτηση της προσωπικότητας) καταλήγει σε καταστρεπτική βία, καθώς τα παιδιά καταστρέφουν το σχολείο τους και ανάβουν φωτιά, με τα όργανα που χρησιμοποιούνταν για την εκπαιδευτική καταστολή τους να χρησιμεύουν ως νεκρική πυρά για τον δάσκαλό τους τον οποίο σέρνουν έξω από το σχολείο κλωτσώντας και ουρλιάζοντας.
Αυτή η σκηνή της απόλυτης αναρχίας θυμίζει το μυθιστόρημα του William Golding «Ο Άρχοντας των Μυγών», στο οποίο τριάντα μαθητές που επιζούν ενός αεροπορικού ατυχήματος σε ένα ερημικό νησί, σιγά-σιγά μετατρέπονται από πολιτισμένες υπάρξεις ενός αγγλικού κατεστημένου σε μια ομάδα από βαρβάρους.
Ο Roger Waters υπαινίσσεται, λοιπόν, τις δημιουργικές και καταστρεπτικές δυνάμεις οποιασδήποτε ιδέας. Έτσι, ενώ οι υπερβολικά αυταρχικές φιγούρες είναι καταστρεπτικές στην προσωπική ανάπτυξη, η απουσία κάθε αρχής είναι εξίσου μοιραία. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένας δικτατορικός δάσκαλος καταπιέζει κάθε παιδί αλλά και η έλλειψη οποιασδήποτε εκπαίδευσης είναι εξίσου επιβλαβής. Από αυτή την άποψη, το να ζει κανείς μια τέτοια ζωή είναι σαν να βαδίζει πάνω σε μία λεπτή κλωστή μεταξύ δύο διαμετρικά αντίθετων αλλά εξίσου καταστρεπτικών δυνάμεων. Για να ζήσει κάποιος, λοιπόν, πρέπει είτε να κάνει πατινάζ πάνω στο λεπτό στρώμα πάγου κουβαλώντας το προσωπικό του φορτίο από το παρελθόν, είτε να σπάσει τον πάγο και να πνιγεί στην αυτοκαταστροφή.
Ένα επίσης ενδιαφέρον θέμα αφορά το ασαφές περίγραμμα μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Ενώ οι σκηνές που τα παιδιά βαδίζουν στο σχολείο είναι αναμφισβήτητα φανταστικές, η εξέγερση που πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του σόλο της κιθάρας είναι πιο ρεαλιστική προκαλώντας κατά συνέπεια μία σύγχυση ως προς το αν αυτά τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα πραγματικά. Για μια στιγμή, ο θεατής καταδύεται μέσα στο μυαλό του Pink αναρωτώμενος για την αυθεντικότητα αυτού που βλέπει. Η βία που απεικονίζεται, αν και φρικιαστική, είναι βεβαίως εφικτή. Στο τέλος, όμως, ο θεατής βεβαιώνεται ότι αυτό που μόλις είδε συνέβη εξ ολοκλήρου στο μυαλό του Pink. Καθώς ο Pink κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του, τα οράματά του γίνονται όλο και μεγαλύτερα και πολύ πιο επικίνδυνα, κάνοντας όλο και περισσότερο δυσδιάκριτη τη νοητή γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
το πρώτο video clip
Το πρώτο video clip του τραγουδιού, το οποίο γυρίστηκε πριν από την ταινία, σχεδιάστηκε από τον Gerald Scarfe και απεικόνιζε σπουδαστές να τρέχουν σε μια παιδική χαρά καθώς και έναν δάσκαλο-μαριονέτα που χρησιμοποιήθηκε και στις συναυλίες του «The Wall». Ο Scarfe είναι ένας από τους σημαντικότερους σχεδιαστές καρτούν της Μεγάλης Βρετανίας. Η επαφή του με τους Pink Floyd ξεκίνησε όταν ο Roger Waters και ο Nick Mason (ο drummer των Pink Floyd) είδαν στο BBC το «A Long Drawn Out Trip», μία ταινία με κινούμενα σχέδια που είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Λίγο καιρό αργότερα, ο Scarfe ανέλαβε τη δημιουργία video μικρού μήκους για τις ανάγκες του «Wish You Were Here Tour» των Pink Floyd καθώς και το μουσικό video για το τραγούδι «Welcome To The Machine».
Ο Scarfe σχεδίασε, επίσης, το εξώφυλλο του «The Wall» και το 1982 εργάστηκε και στην κινηματογραφική απόδοση του δίσκου, αν και στα τελευταία στάδια επεξεργασίας της ταινίας αυτός και ο Roger Waters ήρθαν σε ρήξη με το σκηνοθέτη Alan Parker. Όμως, η σκοτεινή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, και ο κυνισμός που αποπνέει η ταινία, οφείλονται σε μεγάλο μέρος στα εφιαλτικά κινούμενα σχέδια του Gerard Scarfe, που παρεισφρέουν στην οθόνη σαν ονειρικά θραύσματα των νοσηρών σκέψεων του Pink. Ο Scarfe χρησιμοποίησε την ιδέα του σχολείου που μοιάζει με εργοστάσιο, βασισμένος σε κάποια προηγούμενη δουλειά του που είχε εμπνευστεί από την προσωπική του εμπειρία στο σχολείο. Αργότερα, ο Scarfe συμμετείχε στη θεατρική απόδοση του «The Wall» καθώς και στο «The Wall Concert In Berlin», όπου τα σχέδιά του προβλήθηκαν σε τεράστιο μέγεθος.
το single
Οι Pink Floyd σπάνια κυκλοφορούσανε singles με τραγούδια που περιλαμβάνονταν σε album κι αυτό επειδή πίστευαν ότι τα τραγούδια τους αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του album και θα μπορούσαν να εκτιμηθούν καλύτερα μέσα στο θεματικό πλαίσιο του δίσκου και με την υποστήριξη του artwork που τον συνόδευε. Όμως, ο Bob Ezrin ήταν αυτός που τους έπεισε ότι το «Another Brick In The Wall» μπορούσε να σταθεί άνετα ως single χωρίς να βλάψει τις πωλήσεις του album. Έτσι, για πρώτη φορά οι Pink Floyd κυκλοφόρησαν στη Μεγάλη Βρετανία τραγούδι τους σε single μετά από 11 ολόκληρα χρόνια (η τελευταία φορά ήταν το 1968 όταν κυκλοφόρησαν το «Point Me At The Sky»).
Η διαφορά του single σε σχέση με την εκτέλεση που υπάρχει στο δίσκο είναι ότι στο single υπάρχει μία μικρή εισαγωγή με κιθάρα αλλά το τέλος είναι μικρότερο. Πάντως οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί προτιμούν την εκτέλεση του άλμπουμ και παίζουν το «Another Brick In The Wall (part II)» μαζί με το «Happiest Days Of Our Lives», το οποίο προηγείται στο δίσκο και αποτελεί ένα είδος εισαγωγής του τραγουδιού.
το τελευταίο Νο 1 της δεκαετίας του 1970
Το «Another Brick In The Wall (Part II)» μπορεί να μην είναι το καλύτερο τραγούδι των Pink Floyd, ιδιαίτερα για τους φανατικούς οπαδούς τους, είναι όμως σίγουρα ένα από τα δημοφιλέστερα και αναμφισβήτητα το πιο επιτυχημένο.
Στη Μεγάλη Βρετανία, το single κυκλοφόρησε στις 30 Νοεμβρίου 1979 και στις 15 Δεκεμβρίου έριξε από την κορυφή το «Walking On The Moon» των Police ανεβαίνοντας στο Νο 1 της χώρας, όπου και παρέμεινε πέντε εβδομάδες παίρνοντας και τον άτυπο τίτλο του τελευταίου Νο 1 της δεκαετίας του 1970 στη Μεγάλη Βρετανία (αυτό είναι και το δεύτερο Νο 1 για τον παραγωγό Bob Ezrin μετά το «School’s Out» του Alice Cooper).
Στις Η.Π.Α., κυκλοφόρησε στις 8 Δεκεμβρίου 1979 και στις 22 Μαρτίου 1980 επανέλαβε τον άθλο του ρίχνοντας από την κορυφή το «Crazy Little Thing Called Love» των Queen και ανεβαίνοντας στο Νο 1 όπου παρέμεινε τέσσερις εβδομάδες (αυτή είναι και η μοναδική φορά που οι Pink Floyd ανέβηκαν στο Νο 1 των Η.Π.Α.).
Το τραγούδι, βέβαια, ανέβηκε στο Νο 1 και σε πολλές άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο (Αυστραλία, Αυστρία, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία κ.α.). Καθόλου άσχημα για ένα κομμάτι που εναντιωνόταν στο εκπαιδευτικό σύστημα. Επιπροσθέτως, έδωσε και μία υποψηφιότητα στους Pink Floyd για βραβείο Grammy στην κατηγορία «Best Performance by a Rock Duo or Group», αλλά το βραβείο το κέρδισε ο Bob Seger για το τραγούδι «Against The Wind» (!). Βέβαια, η ιστορία δικαίωσε τους Pink Floyd. Σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stone, το «Another Brick In The Wall (Part II)» θεωρείται ένα από τα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών.
Το 1981, το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στο δίσκο «A Collection Of Great Dance Songs», μία συλλογή με τραγούδια των Pink Floyd, στην κυκλοφορία της οποίας είχε εναντιωθεί ο Roger Waters. Στη συλλογή αυτή, το τραγούδι έχει την εισαγωγή του single, παραλείποντας την ηχητική σύμμιξη με το «The Happiest Days Of Our Lives», αλλά διατηρεί το μακρύ τέλος της εκτέλεσης του άλμπουμ.
the movie
Μετά την ολοκλήρωση του «The Wall», ο Roger Waters είχε την ιδέα να γυρίσει μια αντίστοιχη ταινία. Σε αυτήν θα αναμείγνυε εικόνες από τις συναυλίες των Pink Floyd με τα κινούμενα σχέδια του Gerard Scarfe. Όμως, η δισκογραφική εταιρεία αρνήθηκε να προχωρήσει στην παραγωγή επειδή η ταινία έμοιαζε «εξαιρετικά δυσνόητη». Την ίδια εποχή ο Alan Parker πλησίασε τον Waters εξηγώντας του ότι θα ήθελε να γυρίσει μια ταινία σχετική με το άλμπουμ του. Προσφέρθηκε μάλιστα να αναλάβει την παραγωγή, όπου θα πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ο Waters στον ρόλο του Pink. Οι επιλογές αποδείχθηκαν καταστροφικές. Ο Waters απέτυχε οικτρά στα δοκιμαστικά και αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να παίξει. Έτσι οι σκηνές από τις συναυλίες της μπάντας αποσύρθηκαν, το σενάριο του Waters άλλαξε μορφή και ο Parker σχεδίασε την ταινία από την αρχή, επιλέγοντας στον ρόλο του Pink τον Bob Geldof.
Ο Bob Geldof ενημερώθηκε από τον ατζέντη του κατά τη διάρκεια μιας κούρσας με ταξί. Στην αρχή δεν ήθελε το ρόλο γιατί, όπως είπε στον ατζέντη του, δεν του άρεσε η μουσική των Pink Floyd και επιπλέον δεν είχε καμία εμπειρία από ηθοποιία. Αυτό, όμως, που δεν ήξερε ο Bob Geldof ήταν ότι ο ταξιτζής ήταν ο αδερφός του Roger Waters!!!
Τελικά αποδέχτηκε το ρόλο, την ίδια στιγμή που ο Alan Parker από την αρχική ιδέα του Waters κράτησε μόνο τα αριστουργηματικά κινούμενα σχέδια του Scarfe και τη συμφωνία να μην υπάρχουν διάλογοι αλλά η πλοκή να εκτυλίσσεται μέσα από τα τραγούδια του άλμπουμ.
Ο Waters, που σύμφωνα με τον Parker ανακατευόταν διαρκώς στα γυρίσματα και συχνά συγκρουόταν μαζί του, είπε: «Απογοητεύτηκα. Ο Pink κατέληξε μία αντιπαθής απόμακρη φιγούρα που κανείς δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί του». Αλλά και ο Parker ήταν δυσαρεστημένος από τις συνεχείς παρεμβάσεις του Waters. Για τον David Gilmour, τον κιθαρίστα, η ταινία ήταν η αρχή του τέλους για τους Pink Floyd αφού τότε κορυφώθηκε η κόντρα του με τον Waters. «Η ταινία ήταν μια αποτυχία», έλεγε, «ιδιαίτερα αν τη συγκρίνουμε με τον θρίαμβο του άλμπουμ και των συναυλιών που ακολούθησαν». Αλλά και οι κριτικοί χαρακτήρισαν την ταινία «καταθλιπτική αποτυχία» και αναρωτιόντουσαν πώς ένας καλός σκηνοθέτης κι ένα συναρπαστικό συγκρότημα συνεργάστηκαν για ένα αποτρόπαιο ανοσιούργημα που βρίσκει τον Bob Geldof να περιφέρεται με ξυρισμένα φρύδια.
Κάπως έτσι η σύγκρουση του Waters με τον Parker, που ουσιαστικά κινηματογράφησε την πορεία ενός δημιουργού προς την κατάθλιψη, ήταν αναπόφευκτη. «Ο Pink δεν είναι ένας καταθλιπτικός ροκ αστέρας σε παρακμή», είχε πει το 2005 ο Waters καθώς ετοίμαζε το ανέβασμα του «The Wall» στο Broadway. «Γι’ αυτό ήθελα να φωτίσω τις άλλες πλευρές του χαρακτήρα του. Ο Pink στην ταινία δεν ήταν ελκυστικός, ούτε καταλάβαινες την εσωτερική του διαμάχη. Κι αν δεν το καταλάβαινες η ταινία δεν είχε λόγο ύπαρξης».
ύμνος στην ανατροπή
Ευτυχώς, δεν συνέβη το ίδιο και με το δίσκο των Pink Floyd. Τα θέματα της μοναξιάς, του πολέμου, των ανέραστων γάμων και των δεσποτικών μητέρων, που διαπραγματεύεται το «The Wall», χτύπησαν την ευαίσθητη φλέβα του κοινού σε όλο τον κόσμο. Από την ημέρα που κυκλοφόρησε το «Another Brick In The Wall», αμέτρητα παιδιά και ενήλικες το υιοθέτησαν ως ύμνο για τους αγώνες τους, και όχι μόνο για θέματα παιδείας. Αυτό είχε ως συνέπεια πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο να απαγορεύσουν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς να παίζουν το «Another Brick In The Wall» ενώ μερικές από αυτές το πήγαν ακόμα πιο μακριά απαγορεύοντας οποιοδήποτε τραγούδι των Pink Floyd!
Το 1980, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Elsie River στη Νότια Αφρική (το Elsie River είναι προάστιο του Cape Town όπου έμεναν μόνο μαύροι), το τραγούδι υιοθετήθηκε ως ύμνος διαμαρτυρίας από τους μαύρους σπουδαστές, οι οποίοι διαμαρτύρονταν ενάντια στη φυλετική προπαγάνδα και προκατάληψη. Στις 2 Μαΐου του 1980 η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής απαγόρεψε το τραγούδι των Pink Floyd την ίδια στιγμή που δύο 15χρονοι έπεφταν νεκροί από τις σφαίρες της αστυνομίας. Μερικά χρόνια αργότερα, το «Another Brick In The Wall» έμελλε να αποτελέσει μέρος ενός από τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα…
Ανατολικό Βερολίνο, Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 1989, ώρα 18:57. Η πληκτική συνέντευξη του Gunter Schabowski, ηγετικού στελέχους του κυβερνώντος Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που μεταδίδεται ζωντανή από την κρατική τηλεόραση, πλησιάζει προς το τέλος της χωρίς να προσφέρει στους τηλεθεατές τίποτα περισσότερο από νυσταλέες διακηρύξεις περί «ανανέωσης» και «εκδημοκρατισμού του σοσιαλιστικού συστήματος». Ξαφνικά, ο Ανατολικογερμανός επίσημος βγάζει από το ντοσιέ του ένα έγγραφο και, με παντελώς αδιάφορο ύφος, εξαπολύει μια πραγματική πολιτική βόμβα, ανακοινώνοντας απόφαση του υπουργικού συμβουλίου που επιτρέπει, στο εξής, την ελεύθερη μετάβαση των συμπατριωτών του στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης χωρίς ειδική άδεια των αρχών.
Δύο ώρες αργότερα, στις 21:00, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες συρρέουν στο Τείχος και η κοσμοπλημμύρα είναι τέτοια που οι αρχές αναγκάζονται να ανοίξουν εντελώς την ιστορική Πύλη του Βρανδεμβούργου αφήνοντας τον κόσμο να περάσει χωρίς έλεγχο.
Ώρα 12 τα μεσάνυχτα. Μια περίεργη «συνάντηση κορυφής» πραγματοποιείται μπροστά στα έκπληκτα μάτια δημοσιογραφικών συνεργείων απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη. Ένας Ανατολικογερμανός και ένας Δυτικογερμανός αστυνομικός ανεβαίνουν με σκάλες πάνω στο Τείχος, σφίγγουν τα χέρια και αγκαλιάζονται υπό τις επευφημίες χιλιάδων ανθρώπων και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Τα συγκεντρωμένα πλήθη δονούνται στον παλμό του θρυλικού πλέον «Another Brick In The Wall» των Pink Floyd, δακρύζουν, φιλιούνται, αγκαλιάζονται, λούζονται με σαμπάνιες και αλαλάζουν από άγρια χαρά. Το Τείχος του Βερολίνου αποτελεί πλέον παρελθόν…
Στις 21 Ιουλίου 1990, ο Roger Waters παρουσίασε το «The Wall» στο Βερολίνο, μπροστά σε 200.000 θεατές και 10.000.000 τηλεθεατές, στο πλαίσιο του εορτασμού της καταστροφής του Τείχους. Στην εκτέλεση που κυκλοφορεί από αυτή τη συναυλία, τα βασικά φωνητικά του «Another Brick In The Wall» τα κάνει η Cindy Lauper (!), ο Rick DiFonzo παίζει το σόλο, ο Snowy White παίζει ένα δεύτερο σόλο στην κιθάρα, ενώ στα keyboards είναι ο Peter Wood και στα synthesizer ο Thomas Dolby. Η εκτέλεση αυτή περιλαμβάνεται στο δίσκο «The Wall – Live In Berlin», που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1990.
Πριν την κυκλοφορία του δίσκου, είχε βγει σε περιορισμένα αντίτυπα ένα CD που διανεμήθηκε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και στο οποίο υπήρχε μία νέα ηχογράφηση του «Another Brick In The Wall part 2» από τον Roger Waters και τους Bleeding Heart Band.
Ζωντανή ηχογράφηση του τραγουδιού περιλαμβάνεται επίσης στο δίσκο «Is There Anybody Out There? The Wall Live 1980-81», όπου το τραγούδι περιέχει ένα εκτεταμένο σόλο από τον Snowy White και ένα σόλο στα keyboards από τον Richard Wright. Μετά την αποχώρηση του Roger Waters από το συγκρότημα, οι Pink Floyd κυκλοφόρησαν ζωντανές ηχογραφήσεις («Delicate Sound Of Thunder» και «P*U*L*S*E»), όπου το «Another Brick In The Wall» περιλαμβάνει μεγαλύτερο σόλο από τον David Gilmour, βοηθητικές κιθάρες από τον Tim Renwick και μπάσο από τον Guy Pratt (ο οποίος παντρεύτηκε την Gala Wright, κόρη του Richard Wright).
Τι απέγιναν τα παιδιά της χορωδίας;
Τα τελευταία χρόνια, αυτό που προκάλεσε έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις ήταν η αποκάλυψη ότι τα παιδιά της χορωδίας δεν πήραν καμία αμοιβή. Τα ονόματά τους δεν αναφέρονταν πουθενά στο δίσκο κι επιπλέον δεν εμφανίστηκαν ούτε στο video ούτε στην τηλεόραση, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμία ονομαστική απόδειξη της συμμετοχής τους στο δίσκο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, δεν υπήρχε καμία συμβατική ρύθμιση για τα δικαιώματα επί των πωλήσεων και έτσι η μοναδική αμοιβή που δόθηκε ήταν ένα ποσό ύψους 1.000 λιρών, και αργότερα έναν πλατινένιο δίσκο, που πήρε το σχολείο για τη συμμετοχή της χορωδίας. Τα παιδιά πήραν για δώρο εισιτήρια για μία συναυλία των Pink Floyd, ένα δίσκο, ένα single και –το σημαντικότερο- την υπερηφάνεια της συμμετοχής σε ένα ιστορικό, όπως αποδείχθηκε, μουσικό γεγονός, και μια υπέροχη ιστορία να διηγούνται στα δικά τους παιδιά.
Τελικά, μόλις το Νοέμβριο του 2004 απαίτησαν κάποιες χιλιάδες λίρες ως αμοιβή, χάρη στις προσπάθειες ενός Σκοτσέζου μουσικού ονόματι Peter Rowan, ο οποίος ήταν εκπρόσωπος εταιρείας πνευματικών δικαιωμάτων και έκανε δύο χρόνια για να βρει τα παιδιά που συμμετείχαν στη χορωδία (και τα οποία εν τω μεταξύ είχαν γίνει 40 χρονών). Η αλήθεια είναι ότι τα –πρώην- παιδιά δικαιούνταν ένα ποσό από τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις του τραγουδιού, βάσει ενός νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων του 1996. Σε αντίθεση με όσα έγραψε ο Τύπος, δεν κατατέθηκε καμία μήνυση εις βάρος των Pink Floyd. Πάντως, επαγγελματίες της μουσικής βιομηχανίας υπολόγισαν ότι το ποσό που δικαιούταν κάθε παιδί που συμμετείχε στην ηχογράφηση είναι περίπου 500 λίρες.
Πρόσφατα, ο βρετανικός σταθμός BBC One έκανε μία εκπομπή με τίτλο «One Life: The Brick In The Wall Kids», αφιερωμένη στα παιδιά που συμμετείχαν στη χορωδία.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα παιδιά μεγαλώνοντας έφυγαν από το σχολείο ξεκινώντας τη δική τους ζωή.
- Η Sybilla, μία από τις κοπέλες που τραγούδησαν με τη χορωδία, είπε ότι το Islington Green School δεν της προσέφερε άριστη αγγλική παιδεία αλλά της έδωσε την πεποίθηση ότι η ίδια θα μπορούσε να πετύχει κάποια πράγματα και ότι έπρεπε να συνεχίσει να κάνει αυτό που επιθυμεί. Σήμερα είναι δικηγόρος και συνέταιρος σε νομική εταιρεία.
- Η Tabitha είπε ότι είχε μία έντονη συναισθηματική και σπιτική ζωή και ότι το «Another Brick In The Wall» της έδωσε την ελπίδα ότι υπάρχει κάτι πέρα από την μιζέρια της ύπαρξής της. Σήμερα η Tabitha είναι δασκάλα.
- Η Caroline εκμυστηρεύτηκε ότι όταν συμμετείχε στην ηχογράφηση φοβόταν επειδή ήταν από πλούσια οικογένεια.
Η Margaret Maden ήταν καθηγήτρια και διευθύντρια του Islington Green School. Όταν είχε μάθει για τη συμμετοχή της χορωδίας σε ένα τραγούδι που κατηγορούσε το εκπαιδευτικό σύστημα, δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένη αν και τότε δεν είχε ιδέα για την έκταση του προβλήματος που θα προκαλούσε αυτή η συμμετοχή. Μετά την κυκλοφορία του «The Wall», η κριτική που δέχθηκε η ίδια και το σχολείο ήταν πολύ έντονη. Η Inner London Education Authority χαρακτήρισε το γεγονός «σκανδαλώδες» και όπως δήλωσε η κα Maden «ήταν σαν να συνετρίβη ολόκληρος ο κόσμος πάνω μου. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να το αντέξω επειδή είχαμε κοπιάσει πολύ γι’ αυτό το σχολείο…».
Μετά από τόσα χρόνια, η Margaret Maden συμφώνησε να υποστηρίξει την απαίτηση των παλιών μαθητών της, αν και θεωρεί το «Another Brick In The Wall» ως ένα γλυκόπικρο επεισόδιο της διδακτικής της καριέρας: «Θα προτιμούσα να μην είχαν συμβεί οι φρικαλεότητες με το επεισόδιο των Pink Floyd. Αλλά αν θα έπρεπε να διαλέξω αυτό το γεγονός σε αντιδιαστολή με τον AlunRenshaw, τότε οποιαδήποτε εποχή, οποιαδήποτε μέρα, θα διάλεγα τον Alun επειδή είχε καλή επιρροή στα παιδιά. Έκανε τη διαφορά στη ζωή τους…».
Όμως η κα Maden ξέρει ότι τα περισσότερα σχολεία δεν θα τον ανέχονταν. «Νομίζω ότι τόσο τα σχολεία όσο και τα παιδιά χρειάζονται αυτό το είδος εκκεντρικού παλαβού εφόσον παράγει έργο. Ένα σχολείο που θα είχε μόνο καθηγητές σαν τον Alun θα είχε καταρρεύσει σε μια στιγμή, αλλά μόνο ένας σαν αυτόν θα ήταν πολύ καλή ιδέα».
Ο καθηγητής μουσικής Alun Renshaw, λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του τραγουδιού, μετακόμισε στην Αυστραλία απογοητευμένος με το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο ίδιος δήλωσε: «Οποιοσδήποτε εκείνη την εποχή μπορούσε να δει και να νιώσει τα σύννεφα του συντηρητισμού να κατευθύνονται προς τα σχολεία…». Και είχε δίκιο. Άλλωστε την ίδια χρονιά η Margaret Thatcher έγινε πρωθυπουργός της Αγγλίας…
στο Νο 5 των πιο αγαπημένων τραγουδιών 100 Ελλήνων συνθετών, στιχουργών και ερμηνευτών
Το «Another Brick In The Wall» ψηφίστηκε στο Νο 5 των πιο αγαπημένων τραγουδιών στις προτιμήσεις 100 Ελλήνων συνθετών, στιχουργών και ερμηνευτών σε σχετική ψηφοφορία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κ της Καθημερινής (τεύχος 310, 10 Μαΐου 2009). Το τραγούδι ψήφισαν η Ελένη Βιτάλη, ο Γιώργος και ο Αλέξανδρος Παντελιάς (Κίτρινα Ποδήλατα), ο Κώστας Μακεδόνας, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Φίλιππος Πλιάτσικας, ο Γιάννης Σπανός και ο Νίκος Ζούδιαρης, ο οποίος είπε σχετικά:
– Τριάντα χρόνια μετά την έκδοση της ροκ όπερας «The Wall» από το προοδευτικό ροκ συγκρότημα των Pink Floyd, που πρωτοπόρησε συνθέτοντας έργα concept, το τραγούδι «Another Brick In The Wall» παραμένει αξεπέραστο σε σύλληψη και επίκαιρο. Η επιτομή της διαμαρτυρίας κατά της παρεχόμενης παιδείας. Ο στίχος του Roger Waters «…we don’t need no education. We don’t needno thought control» σημάδεψε το τραγούδι, το άλμπουμ και ενέπνευσε εκατομμύρια νέων σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Αμέσως μετά, το 1980, οι εξεγερμένοι μαύροι φοιτητές στη Νότια Αφρική το έκαναν ύμνο της διαμαρτυρίας τους κατά της φυλετικής προπαγάνδας και των προκαταλήψεων στο επίσημο πρόγραμμα σπουδών.
Αποτέλεσμα; Η απαγόρευση του δίσκου απ’ την κυβέρνηση. Την ίδια εποχή, και εγώ, εκπνεούσης της αισιοδοξίας που ακολούθησε τη μεταπολίτευση, παιδί ενός καθεστωτικού συστήματος παιδείας –καταστολέα ιδεών-, ξόδευα τα τελευταία αυθόρμητα όνειρά μου και ετοιμαζόμουν να συνειδητοποιήσω τη φρίκη τού να είμαι άλλο ένα τούβλο στον τοίχο. Τον δίσκο τον έλιωσα. Έβγαλα στην κιθάρα πολλά απ’ τα κομμάτια. Προ ολίγου, εξ αφορμής αυτού του μικρού άρθρου, τον ξανάκουσα. Ρίγος και ξεσηκωμός. Σαν να κυκλοφόρησε τώρα! Και αν κάτι έχει αλλάξει από τότε, είναι η ζωή που χειροτέρεψε. Το «The Wall», όμως, εδώ. Ολοζώντανο. Πώς γίνεται; Πώς γράφονται τέτοιες παραγωγές; Όχι. Δεν είναι θέμα χρημάτων. Είναι άλλη δομή κριτηρίων. Είναι ζήτημα παιδείας.